ἐναπόγραφοι

ἐναπόγραφοι
ἐναπόγραφος
registered
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εναπόγραφος — ἐναπόγραφος, ον (AM) μσν. (στο Βυζ.) κατά πληθ. οἱ ἐναπόγραφοι ως ουσ. τάξη πολιτών υποχρεωμένων να καλλιεργούν τη γη τών κυρίων τους, δουλοπάροικοι, δούλοι | αρχ. ο γραμμένος σε κατάλογο, ο απογεγραμμένος. επίρρ... ἐναπογράφως (Μ) ενώ είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”